- χειροκίνητος
- -η, -οαυτός που κινείται με τη δύναμη που καταβάλλεται από τα χέρια: Μεταφέρει τις αποσκευές πάνω σε χειροκίνητο καρότσι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χειροκίνητος — η, ο, Ν (για εργαλεία και μηχανήματα ή μεταφορικά μέσα) αυτός που κινείται με την δύναμη τών χεριών (α. «χειροκίνητη αντλία» β. «χειροκίνητο αμάξι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κίνητος (< κινητός < κινώ), πρβλ. μηχανο κίνητος. Το επίθ.… … Dictionary of Greek
γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… … Dictionary of Greek
γυριστάρι — το [γυριστός] 1. λαβή τής ποιμενικής ράβδου η οποία είναι ημικυκλικά κεκαμμένη 2. λαβή με την οποία συστρέφεται χειροκίνητος φορητός μύλος … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
οιακοστρόφιο(ν) — το [οιακοστρόφος] ναυτ. χειροκίνητος τροχός ο οποίος περιστρεφόμενος μετακινεί τον οίακα και έτσι στρέφει το πηδάλιο τού πλοίου δεξιά ή αριστερά, κν. ρόδα τού τιμονιού … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειρήλατος — η, ο, Ν χειροκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χειριστήριο — το, Ν 1. (ηλεκτρ.) χειροκίνητος διακόπτης, που προκαλεί με τον χειρισμό του διακοπή, αποκατάσταση ή μεταγωγή ηλεκτρικού κυκλώματος και, μέσω αυτού, μεταβολή τής λειτουργικής κατάστασης μιας μηχανής ή εγκατάστασης 2. τεχνολ. πίνακας εφοδιασμένος… … Dictionary of Greek
χειρόμυλος — ο, ΝΜΑ, και χερόμυλος Ν χειροκίνητος μύλος για την άλεση σιτηρών και οσπρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρομύλη κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek